jinx
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jinx | jinxes |
jinx (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | jinx |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jinxes |
αόριστος | jinxed |
παθητική μετοχή | jinxed |
ενεργητική μετοχή | jinxing |
jinx (en)