junaĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | junaĝo | junaĝoj |
αιτιατική | junaĝon | junaĝojn |
junaĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | junaĝo | junaĝoj |
αιτιατική | junaĝon | junaĝojn |
junaĝo (eo)