justify

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας justify
γ΄ ενικό ενεστώτα justifies
αόριστος justified
παθητική μετοχή justified
ενεργητική μετοχή justifying

Ρήμα[επεξεργασία]

justify (en)

  1. δικαιολογώ, προσφέρω ένα λόγο ή μια εξήγηση
  2. ευθυγραμμίζω και την δεξιά και την αριστερή άκρη μιας παραγράφου κειμένου σε έντυπο ή σε οθόνη υπολογιστή