justify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | justify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | justifies |
αόριστος | justified |
παθητική μετοχή | justified |
ενεργητική μετοχή | justifying |
Ρήμα[επεξεργασία]
justify (en)
- δικαιολογώ, προσφέρω ένα λόγο ή μια εξήγηση
- ευθυγραμμίζω και την δεξιά και την αριστερή άκρη μιας παραγράφου κειμένου σε έντυπο ή σε οθόνη υπολογιστή