Μετάβαση στο περιεχόμενο

kaki

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
kaki kakis

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kaki < (άμεσο δάνειο) αγγλική khaki & (άμεσο δάνειο) χίντι ख़ाकी (khaki), χρώμα της σκόνης περσική ς προέλευσης
για το φρούτο < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική (kaki)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kaki (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kaki (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Μεταγραφή

[επεξεργασία]

kaki (rōmaji) 



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kaki (id)