kalko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kalko | kalkoj |
αιτιατική | kalkon | kalkojn |
kalko (eo)
- ο ασβέστης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kalko | kalkoj |
αιτιατική | kalkon | kalkojn |
kalko (eo)