kankro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kankro | kankroj |
αιτιατική | kankron | kankrojn |
kankro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kankro | kankroj |
αιτιατική | kankron | kankrojn |
kankro (eo)