keep up with
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | keep up with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keeps up with |
αόριστος | kept up with |
παθητική μετοχή | kept up with |
ενεργητική μετοχή | keeping up with |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
keep up with (en)
- είμαι ενημερωμένος σε ένα θέμα
- ↪ He keeps up with pop music.
- Είναι ενημερωμένος στα θέματα μουσικής ποπ.
- ↪ He keeps up with pop music.