ken
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- εύρος γνώσης
- επίπεδο αντίληψης/κατανόησης
Ρήμα
[επεξεργασία]Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ken (nl)