ken

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. εύρος γνώσης
  2. επίπεδο αντίληψης/κατανόησης
  1. κατανοώ
  2. γνωρίζω

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ken (nl)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος kennen
  2. 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος kennen