kia
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kia | kiaj |
αιτιατική | kian | kiajn |
kia (eo)
- τι είδους; πώς είναι;
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kia | kiaj |
αιτιατική | kian | kiajn |
kia (eo)