kill
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | kill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kills |
αόριστος | killed |
παθητική μετοχή | killed |
ενεργητική μετοχή | killing |
Ρήμα
[επεξεργασία]kill (en)
- σκοτώνω, εξολοθρεύω
He killed himself.
- Σκοτώθηκε.
ενεστώτας | kill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kills |
αόριστος | killed |
παθητική μετοχή | killed |
ενεργητική μετοχή | killing |
kill (en)