kill off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | kill off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kills off |
αόριστος | killed off |
παθητική μετοχή | killed off |
ενεργητική μετοχή | killing off |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]kill off (en)
- αφανίζω, εξαλείφω
- (μεταφορικά) απορρίπτω, κόβω, αφαιρώ, αφήνω έξω, παύω, σταματώ, δεν συμπεριλαμβάνω
- (συχνά απότομα και χωρίς εξηγήσεις)