kliento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kliento | klientoj |
αιτιατική | klienton | klientojn |
kliento (eo)
- ο πελάτης
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kliento (io)
- ο πελάτης