komitatano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- komitatano < komitat(o) + -an- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komitatano | komitatanoj |
αιτιατική | komitatanon | komitatanojn |
komitatano (eo)
- μέλος της επιτροπής