konata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
konata < ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος koni

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική konata konataj
αιτιατική konatan konatajn

konata (eo)