konsterno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konsterno | konsternoj |
αιτιατική | konsternon | konsternojn |
konsterno (eo)
- η κατάπληξη, η απογοήτευση