koperta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- koperta < (άμεσο δάνειο) ιταλική coperta
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
koperta (pl) θηλυκό
- ο φάκελος, θήκη από χαρτί για την αποστολή επιστολών
- (μεταφορικά) κάτι που δείχνει χιαστί όπως το πίσω μέρος ενός φακέλου
- (μεταφορικά) ειδικότερα το σήμα απαγόρευσης στάσης και στάθμευσης