koperta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
dwie koperty (1)
koperta (3)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
koperta < (άμεσο δάνειο) ιταλική coperta

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔˈpɛrta/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

koperta (pl) θηλυκό

  1. ο φάκελος, θήκη από χαρτί για την αποστολή επιστολών
  2. (μεταφορικά) κάτι που δείχνει χιαστί όπως το πίσω μέρος ενός φακέλου
  3. (μεταφορικά) ειδικότερα το σήμα απαγόρευσης στάσης και στάθμευσης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]