korolo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korolo | koroloj |
αιτιατική | korolon | korolojn |
korolo (eo)
- η στεφάνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korolo | koroloj |
αιτιατική | korolon | korolojn |
korolo (eo)