kriplaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kriplaĵo | kriplaĵoj |
αιτιατική | kriplaĵon | kriplaĵojn |
kriplaĵo (eo)
- η αναπηρία