krokodilo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krokodilo | krokodiloj |
αιτιατική | krokodilon | krokodilojn |
krokodilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krokodilo | krokodiloj |
αιτιατική | krokodilon | krokodilojn |
krokodilo (eo)