krzyżyk
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]krzyżyk (pl) υποκοριστικό του krzyż
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]krzyżyk (pl) αρσενικό
- σταυρουδάκι, μικρός σταυρός
- (μουσική) η δίεση (#)
krzyżyk podwyższa wysokość dźwięku o pół tonu - η δίεση ανυψώνει τον φθόγγο κατά μισό τόνο (ένα ημιτόνιο)
- (λαϊκότροπο) η δεκαετία (για ηλικίες)