kuirforno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuirforno | kuirfornoj |
αιτιατική | kuirfornon | kuirfornojn |
kuirforno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuirforno | kuirfornoj |
αιτιατική | kuirfornon | kuirfornojn |
kuirforno (eo)