kunveturado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kunveturado | kunveturadoj |
αιτιατική | kunveturadon | kunveturadojn |
kunveturado (eo)
- η από κοινού χρήση ενός αυτοκινήτου, κυρίως για λόγους οικονομίας