kura
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
kura < πρωτοσλαβική kura
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kura (pl) θηλυκό
- (ορνιθολογία) η όρνιθα
- η κότα
- ονομασία του θηλυκού των ζώων της τάξης των ορνιθόμορφων
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kura (sk) θηλυκό
- (ορνιθολογία) η όρνιθα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kura (sk) ουδέτερο
- το κοτόπουλο
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kura (fi)