kuraĝa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuraĝa | kuraĝaj |
αιτιατική | kuraĝan | kuraĝajn |
kuraĝa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuraĝa | kuraĝaj |
αιτιατική | kuraĝan | kuraĝajn |
kuraĝa (eo)