kuraĝa
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuraĝa | kuraĝaj |
αιτιατική | kuraĝan | kuraĝajn |
kuraĝa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuraĝa | kuraĝaj |
αιτιατική | kuraĝan | kuraĝajn |
kuraĝa (eo)