kurba
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kurba | kurbaj |
αιτιατική | kurban | kurbajn |
kurba (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kurba | kurbaj |
αιτιατική | kurban | kurbajn |
kurba (eo)