kurs
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά
(pl)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
kurs
/
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
kurs
(pl)
αρσενικό
κύκλος
μαθημάτων
σε συγκεκριμένο αντικείμενο, μαθήματα
wziął
kurs
angielskiego - πήρε μαθήματα Αγγλικών
wziął
kurs
na prawo jazdy - πήρε μαθήματα οδήγησης
≈
συνώνυμα
:
szkolenie
(
ναυτιλία
)
πορεία
≈
συνώνυμα
:
kierunek
(
οικονομία
)
ισοτιμία
Κατηγορίες
:
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
Πολωνική γλώσσα
Ουσιαστικά (πολωνικά)
Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
Οικονομία (πολωνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Català
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Español
Euskara
Suomi
Français
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
Kurdî
Malagasy
Minangkabau
Nederlands
Norsk
Polski
Русский
Srpskohrvatski / српскохрватски
Shqip
Српски / srpski
Svenska
Türkçe
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
中文