kurs

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kurs/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kurs (pl) αρσενικό

  1. κύκλος μαθημάτων σε συγκεκριμένο αντικείμενο, μαθήματα
    wziął kurs angielskiego - πήρε μαθήματα Αγγλικών
    wziął kurs na prawo jazdy - πήρε μαθήματα οδήγησης
     συνώνυμα:
    szkolenie
  2. (ναυτιλία) πορεία
     συνώνυμα:
    kierunek
  3. (οικονομία) ισοτιμία