lézard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Lézard

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lézard lézards

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lézard < λατινική lacertus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /le.zaʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lézard (fr) αρσενικό

  1. (ζωολογία) η σαύρα, η γουστέρα
  2. αστρονομία → δείτε τη λέξη Lézard

Δείτε επίσης[επεξεργασία]