laissé-pour-compte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
laissé-pour-compte | laissés-pour-compte |
laissé-pour-compte (fr)
- απούλητος λόγω κακής ποιότητας
- (μεταφορικά) ανεπιθύμητο αντικείμενο ή πρόσωπο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
laissé-pour-compte | laissés-pour-compte |
laissé-pour-compte (fr) αρσενικό
- απούλητο εμπόρευμα λόγω κακής ποιότητας
- (μεταφορικά) ανεπιθύμητο αντικείμενο ή πρόσωπο