απούλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απούλητος < μεσαιωνική ελληνική απούλητος < α- + πουλώ + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απούλητος, -η, -ο
- που δεν έχει πουληθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πουλώ