landfill
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
landfill | landfills |
landfill (en)
- η χωματερή
- ⮡ They throw fruit in landfills when there is overproduction.
- Ρίχνουν τα φρούτα στις χωματερές, όταν υπάρχει υπερπαραγωγή.
- ⮡ They throw fruit in landfills when there is overproduction.
Ρήμα
[επεξεργασία]landfill (en)
- μπαζώνω, αποθέτω σκουπίδια σε χωματερή