landfill
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
landfill | landfills |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
landfill (en)
- η χωματερή
- ↪ They throw fruit in landfills when there is overproduction.
- Ρίχνουν τα φρούτα στις χωματερές, όταν υπάρχει υπερπαραγωγή.
- ↪ They throw fruit in landfills when there is overproduction.