landfill

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
landfill landfills

Ετυμολογία [επεξεργασία]

landfill < land + fill

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

landfill (en)

  • η χωματερή
    They throw fruit in landfills when there is overproduction.
    Ρίχνουν τα φρούτα στις χωματερές, όταν υπάρχει υπερπαραγωγή.

Πηγές[επεξεργασία]