landfill

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
landfill landfills

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
landfill < land + fill

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

landfill (en)

  • η χωματερή
    ⮡  They throw fruit in landfills when there is overproduction.
    Ρίχνουν τα φρούτα στις χωματερές, όταν υπάρχει υπερπαραγωγή.

landfill (en)

  1. μπαζώνω, ανυψώνω το έδαφος με στερεά απορρίμματα
  2. αποθέτω σκουπίδια σε χωματερή