lange
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lange (fr)
- (παρωχημένο) φασκιά, σπάργανα, ένα μάλλινο ή βαμβακερό τετράγωνο ύφασμα που χρησιμοποιούνταν για να φασκιώσουν τα μωρά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
lange (de)
- (για διάρκεια) πολύ
- ich habe ihn lange nicht gesehen - έχω να τον δω πολύ καιρό