larghezza
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- larghezza < largo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
larghezza | larghezze |
larghezza (it)
- πλάτος
- το πλάτος ενός δρόμου
- (μεταφορικά) αφθονία, πλούτος
- (μεταφορικά) η ευρύτητα πνεύματος