larghezza

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
larghezza < largo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
larghezza larghezze

larghezza (it)

  1. πλάτος
  2. το πλάτος ενός δρόμου
  3. (μεταφορικά) αφθονία, πλούτος
  4. (μεταφορικά) η ευρύτητα πνεύματος