latent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

latent (en)

  1. που υπάρχει αλλά δεν είναι εμφανής, κρύβεται ή δεν είναι ενεργός, άδηλος, λανθάνων


Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό latent latents
θηλυκό latente latentes

Επίθετο[επεξεργασία]

latent (fr)

  1. άδηλος
  2. λανθάνων