lather

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lather (en)

  1. σαπουνάδα, αφρόμαζα, πολλοί αφροί μαζί
  2. υπερδιέγερση

lather (en)

  1. αφρίζω
  2. πασαλείφω, αλείφω πολύ υλικό ασυγκράτητα και πιθανώς αδέξια, απλώνω μπόλικο πράμα