leave alone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
leave alone (en) (ιδιωματισμός)
- αφήνω ήσυχο, σταματώ να ενοχλώ (δημιουργώ πρόβλημα) σε κάποιον
- ↪ Leave me alone!
- Άσε με ήσυχο!
- ↪ Leave the child/the dog alone.
- Άφησε ήσυχο το παιδί/το σκυλί.
- ↪ Leave me alone!
- δεν αγγίζω, σταματώ να αγγίζω, να αλλάζω ή να μετακινώ κάτι
- ↪ Leave my watch alone!
- Μην αγγίζεις το ρολόι μου!
- ↪ Leave my watch alone!