leave alone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

leave alone < → δείτε τις λέξεις leave και alone

Έκφραση[επεξεργασία]

leave alone (en) (ιδιωματισμός)

  1. αφήνω ήσυχο, σταματώ να ενοχλώ (δημιουργώ πρόβλημα) σε κάποιον
    Leave me alone!
    Άσε με ήσυχο!
    Leave the child/the dog alone.
    Άφησε ήσυχο το παιδί/το σκυλί.
  2. δεν αγγίζω, σταματώ να αγγίζω, να αλλάζω ή να μετακινώ κάτι
    Leave my watch alone!
    Μην αγγίζεις το ρολόι μου!

Πηγές[επεξεργασία]