legacy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
legacy (en)
- κληρονομιά (περιουσία, συνήθως κινητών αξιών)
Επίθετο[επεξεργασία]
legacy (en)
- κληρονομημένος
- απομεινάρι του παρελθόντος, που δεν είναι πιά σε χρήση
- (υλικό υπολογιστή, λογισμικό) το υλικό (hardware) ή λογισμικό (software), που έχει σταματήσει η υποστήριξή του, που είναι ξεπερασμένο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
legacy στην αγγλική Βικιπαίδεια