lekanto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lekanto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lekanto | lekantoj |
αιτιατική | lekanton | lekantojn |
lekanto (eo)
- (φυτό) το λευκάνθεμο