lent
Πίνακας περιεχομένων
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
lent (fr) αρσενικό lente θηλυκό(πληθυντικός lents, lentes)
Καταλανικά (ca) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
lent (ca)