lesivmaŝino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lesivmaŝino | lesivmaŝinoj |
αιτιατική | lesivmaŝinon | lesivmaŝinojn |
lesivmaŝino (eo)