Μετάβαση στο περιεχόμενο

letup

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
letup < let up

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

letup (en) (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό)

  • η ανάσα
      He has been working since the morning without a letup.
    Δουλεύει από το πρωί χωρίς ανάσα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη pause

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]