lié
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lié | liés |
θηλυκό | liée | liées |
Επίθετο[επεξεργασία]
lié (fr)
- συνδεδεμένος, εξαρτώμενος
- δεμένος
- (μουσική) που παίζεται λεγκάτο