lié
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | lié | liés |
| θηλυκό | liée | liées |
Επίθετο
[επεξεργασία]lié (fr)
- συνδεδεμένος, εξαρτώμενος
- δεμένος
- σχετισμένος
- (μουσική) που παίζεται λεγκάτο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | lié | liés |
| θηλυκό | liée | liées |
lié (fr)