libellule
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
libellule | libellules |
libellule (fr) θηλυκό
- (έντομο) η λιβελούλα, το αεροπλανάκι