licence plate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
licence plate | licence plates |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]licence plate (en)
- (ΗΒ) η πινακίδα κυκλοφορίας