Μετάβαση στο περιεχόμενο

lifestyle

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lifestyle lifestyles

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lifestyle < life + style

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lifestyle (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • ο τρόπος ζωής
      She finds herself increasingly attracted to the lifestyle.
    Βρίσκεται ολοένα και πιο ελκυόμενη από τον τρόπο ζωής.
      I lead a sedentary lifestyle.
    Ζω καθιστική ζωή.
      the married/professional/bachelor lifestyle - η συζυγική/επαγγελματική/εργένικη ζωή
     συνώνυμα: life