limonado
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | limonado | limonadoj |
αιτιατική | limonadon | limonadojn |
limonado (eo)
- η λεμονάδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | limonado | limonadoj |
αιτιατική | limonadon | limonadojn |
limonado (eo)