lingvoekzameno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lingvoekzameno | lingvoekzamenoj |
αιτιατική | lingvoekzamenon | lingvoekzamenojn |
lingvoekzameno (eo)