Μετάβαση στο περιεχόμενο

lion

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lion lions

lion (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lion lions

lion (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]