listicle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
listicle | listicles |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- listicle < συμφυρμός των list + article
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈlɪs.tɪ.kəl/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]listicle (en)
- άρθρο, δημοσιευμένο είτε σε έντυπο είτε δε διαδικτυακό μέσο, το οποίο έχει δομή λίστας (καταλόγου)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
listicle στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- listicle - Cambridge Dictionary online