Μετάβαση στο περιεχόμενο

loosen

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας loosen
γ΄ ενικό ενεστώτα loosens
αόριστος loosened
παθητική μετοχή loosened
ενεργητική μετοχή loosening

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
loosen < loose + -en

loosen (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη loose