loose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | loose |
συγκριτικός | looser |
υπερθετικός | loosest |
Επίθετο[επεξεργασία]
loose (en)
- χαλαρός
- ↪ Why is the rope so loose?
- Γιατί είναι τόσο χαλαρό το σχοινί;
- ↪ Why is the rope so loose?