loose

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός loose
συγκριτικός looser
υπερθετικός loosest

Επίθετο

[επεξεργασία]

loose (en)

  • χαλαρός
    Why is the rope so loose?
    Γιατί είναι τόσο χαλαρό το σχοινί;

Σύνθετα

[επεξεργασία]